- μάργαρο ή σεντέφι
- Προϊόν έκκρισης του μανδύα διάφορων μαλακίων (θαλάσσιων ή των γλυκών νερών), το οποίο και αποτελεί το εσωτερικό στρώμα του οστράκου τους. Το μ. απαρτίζεται από λεπτά διαδοχικά στρώματα μιας οργανικής ουσίας με την ονομασία κογχυολίνη, στην οποία εναποτίθεται ανθρακικό ασβέστιο. Ο χαρακτηριστικός ιριδισμός του μ. οφείλεται σε οπτικά φαινόμενα που προκαλούνται από την ιδιάζουσα φυλλώδη δομή του. Από ορισμένα γαστερόποδα, όπως αυτά που ανήκουν στο γένος Τrochus, εξάγεται λευκό μ. ή, ενώ από άλλα, όπως από γαστερόποδα του γένους Τrubo, προκύπτει μ. λαμπερό ροζ ή με πρασινωπές αποχρώσεις· οι αντιπρόσωποι του γένος Haliotis, γνωστοί ως αυτιά της θάλασσας, δίνουν μ. με ιριδισμούς που ποικίλλουν από ροζ έως γαλάζιο και βιολετί. Από τα κεφαλόποδα, ο ναυτίλος (Nautilus) παράγει μ. που προσφέρεται για εύκολη επεξεργασία, παρά το μικρό πάχος του. Από τα δίθυρα μαλάκια, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν η Fusconaia ebena, οι μελεαγρίνες (γένος Meleagrina), από τις οποίες εξάγεται ένα ασημί μ., καθώς και η ομάδα του Τονκίνου, που δίνει μ. διάφορων αποχρώσεων. Η επεξεργασία του μ. παρουσιάζει δυσκολίες, επειδή είναι εύθραυστο και σκληρό ως υλικό. Τα μαργαροφόρα όστρακα υποβάλλονται σε καταιονισμό υδρατμών που σκοτώνουν το ζώο και απαλλάσσουν το όστρακο από τα μαλακά μόρια· στη, συνέχεια, αποβάλλεται η εξωτερική επιφάνεια (κρούστα) και οι θυρίδες κόβονται στις διαστάσεις και στο σχήμα που πρέπει με ειδικά πριόνια· ακολουθούν η τόρνευση, η εξωτερική διακόσμηση και η στίλβωση. Το μ. χρησιμοποιείται για την κατασκευή κουμπιών, καθώς και για την επικάλυψη ή την κατασκευή ψηφιδωτών επάνω σε διάφορα αντικείμενα. Η βιομηχανία αυτή είναι πολύ ανεπτυγμένη στην Άπω Ανατολή, ιδιαίτερα στην Κίνα και στην Ιαπωνία, όπου χρονολογείται από το απώτατο παρελθόν. Στην Ευρώπη, ενδιαφέροντα κέντρα επεξεργασίας μ. βρίσκονται στο Μπέρμιγχαμ (Ηνωμένο Βασίλειο), στο Μερί (Γαλλία), στο Ζόλινγκεν (Γερμανία) και στην Ιταλία, κυρίως στο Τόρε ντελ Γκρέκο.
Dictionary of Greek. 2013.